μεταστρέφω

μεταστρέφω
3344 μεταστρέφω
{с.гл., 3}
поворачивать, обращать, превращать, извращать, искажать.
Ссылки: Деян. 2:20; Гал. 1:7; Иак. 4:9. LXX: 2015 (ךּפה).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταστρέφω" в других словарях:

  • μεταστρέφω — turn about pres subj act 1st sg μεταστρέφω turn about pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέφω — μεταστρέφω, μετέστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — μετάστρεψα και μετέστρεψα, μεταστράφηκα, μεταστραμμένος, στρέφω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, αλλάζω την πορεία: Η παρουσία του στην τηλεοπτική εκπομπή μετάστρεψε την κοινή γνώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταστρέφεσθε — μεταστρέφω turn about pres imperat mp 2nd pl μεταστρέφω turn about pres ind mp 2nd pl μεταστρέφω turn about imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέφῃ — μεταστρέφω turn about pres subj mp 2nd sg μεταστρέφω turn about pres ind mp 2nd sg μεταστρέφω turn about pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέψει — μεταστρέφω turn about aor subj act 3rd sg (epic) μεταστρέφω turn about fut ind mid 2nd sg μεταστρέφω turn about fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέψω — μεταστρέφω turn about aor subj act 1st sg μεταστρέφω turn about fut ind act 1st sg μεταστρέφω turn about aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέψῃ — μεταστρέφω turn about aor subj mid 2nd sg μεταστρέφω turn about aor subj act 3rd sg μεταστρέφω turn about fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστραφέντα — μεταστρέφω turn about aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταστρέφω turn about aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρεφθέντα — μεταστρέφω turn about aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταστρέφω turn about aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»